Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ'ανθια βγαίνουν και καρποί,τοσ΄άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται παλι,
π'ολονυχτίς εσύσμιξε με τ'ουρανού τα κάλλη.
κι όσ'ανθια βγαίνουν και καρποί,τοσ΄άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται παλι,
π'ολονυχτίς εσύσμιξε με τ'ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, οπ'έφθασε μ' ασπούδα,
κι έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σε ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
"Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλες φορές πεθαίνει"
κι έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σε ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
"Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλες φορές πεθαίνει"
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".
Έξοδος - Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και 'γγίζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεββάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και 'γγίζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λυωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.
Αφηγήτρια:
Σαν ήλιος όπου ξάφνου 'σκεί
πυκνά και μαύρα νέφη,
τ' όρος βαρεί κατάραχα
και σπίτια ιδές στη χλόη.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν!
Αφηγήτρια:
Κι απ' όπου χαράζει ώς όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν!
Η θέλησή μου βράχος
Πάλι μου ξίπασε τ' αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ' άστρο της νυχτός και τ' άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και 'γγίζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεββάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και 'γγίζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λυωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.
Αφηγήτρια:
Σαν ήλιος όπου ξάφνου 'σκεί
πυκνά και μαύρα νέφη,
τ' όρος βαρεί κατάραχα
και σπίτια ιδές στη χλόη.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν!
Αφηγήτρια:
Κι απ' όπου χαράζει ώς όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν!
Η θέλησή μου βράχος
Πάλι μου ξίπασε τ' αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ' άστρο της νυχτός και τ' άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ' αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ', εδέχθ' η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ' αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ', εδέχθ' η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου