Είμαι ιστορικός της αμερικανικής εκπαίδευσης από το 1975, όταν πήρα το διδακτορικό μου από το «Κολούμπια». Έχω συγγράψει βιβλία ιστορίας της αμερικανικής εκπαίδευσης, αλλά και έχω αναφερθεί επανειλημμένα στην ανάγκη να βελτιώσουμε τις επιδόσεις των μαθητών μας στην ιστορία, τη φιλολογία, τη γεωγραφία, τις φυσικές επιστήμες, την αγωγή του πολίτη και τις ξένες γλώσσες. Όταν λοιπόν εν έτει 1991 οι Λαμάρ Αλεξάντερ (Lamar Alexander) και Ντέιβιντ Κερνς (David Kearns) μου ζήτησαν να αναλάβω το υφυπουργείο παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου (George H.W. Bush), άρπαξα την ευκαιρία, με την ελπίδα πως θα μπορούσα να προωθήσω τη διδασκαλία αυτών των μαθημάτων και την καθιέρωση εθνικών προδιαγραφών στη διδασκαλία τους.
Μέχρι να εγκαταλείψω τα κυβερνητικά μου καθήκοντα, τον Ιανουάριο του 1993, ήμουν ένθερμη οπαδός, όχι μόνο της καθιέρωσης εθνικών προδιαγραφών διδασκαλίας, αλλά και της επιλογής του σχολείου από τους γονείς. Πίστευα πως οι προδιαγραφές και η επιλογή σχολείων θα μπορούσαν να συνυπάρξουν και στα κρατικά σχολεία, όπως συμβαίνει στα ιδιωτικά. Με τους φίλους μου Τσέστερ Φιν το νεότερο (Chester Finn Jr.) και Τζόζεφ Βιτερίτι (Joseph Viteritti), συνέγραψα πολλά βιβλία και άρθρα που συνηγορούσαν υπέρ των «καταστατικών σχολείων» και της αξιολόγησης.
Έγινα ιδρυτικό μέλος του συμβουλίου του «ιδρύματος Τόμας Μπ. Φόρντχαμ» και ιδρυτικό μέλος της «ομάδας εργασίας Κορέτ» του «ινστιτούτου Χούβερ» που αμφότερα υποστήριζαν ένθερμα τη γονική επιλογή και τη λογοδοσία των σχολείων. Στην ομάδα του «Κορέτ» συμμετείχαν ορισμένοι από τους γνωστότερους στη χώρα συντηρητικούς οπαδούς της γονικής επιλογής, σαν τους Τζον Τσαμπ (John Chubb), Τέρι Μόου (Terry Moe), Καρολάιν Χόξμπι (Caroline Hoxby) και Πολ Πέτερσον (Paul Peterson).
Ενώ επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου (George W. Bush) και χάρη στην πρωτοβουλία «κανένα παιδί μη μείνει πίσω» (NCLB) η λογοδοσία των σχολείων επεκτεινόταν και τα «καταστατικά σχολεία» πολλαπλασιάζονταν, υποστήριζα αυτά τα βήματα. Αλλά συν τω χρόνω απογοητεύτηκα με τα αποτελέσματα ορισμένων πολιτικών, που φάνταζαν τόσο πολλά υποσχόμενες.
Σήμερα δεν πιστεύω πια πως η αξιολόγηση ή η επιλογή σχολείου μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως είχαμε ελπίσει.
Από τη στιγμή που υπεγράφη ο σχετικός νόμος, εν έτει 2002 επί προεδρίας Μπους, το NCLB έχαιρε σημαντικής δικομματικής υποστήριξης. Ο νόμος απαιτεί τα σχολεία να εξετάζουν κάθε χρόνο τις επιδόσεις όλων των μαθητών τους από την Γ' τάξη του δημοτικού έως τη Β' Γυμνασίου, και να συσχετίζουν τα αποτελέσματά τους ανάλογα με το φύλο, την εθνότητα, το εισόδημα, τις αναπηρίες και το επίπεδο στη χρήση της αγγλικής. Το NCLB είχε στόχο έως το 2014 το 100% των μαθητών να κατέχουν την ύλη τους στα μαθηματικά και τη γλώσσα, πράγμα που θα το αποδείκνυαν σταθμισμένα τεστ, σε κάθε πολιτεία.
Αν και ο στόχος αυτός θεωρούνταν από σχεδόν τους πάντες ως ουτοπικός, σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να επιδείξουν τη συμπεφωνημένη πρόοδο στις επιδόσεις τους, τα σχολεία αντιμετώπιζαν δρακόντειες ποινές, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και του κλεισίματος ή της ιδιωτικοποίησής τους. Ως το 2008, το 35% των κρατικών σχολείων της χώρας ανήκαν πλέον στην κατηγορία των «αποτυχημένων σχολείων» -και ο αριθμός τους μεγάλωνε από χρονιά σε χρονιά, καθώς η προθεσμία έφτανε στο τέλος της, το 2014.
Καθώς ο νόμος επέτρεπε σε κάθε πολιτεία να ορίζει μόνη της τα κριτήρια της «κατοχής» της ύλης, ορισμένες πολιτείες εμφάνισαν σημαντικές επιτυχίες. Αλλά οι ισχυρισμοί των πολιτειών για εντυπωσιακή πρόοδο των σχολείων τους δεν επιβεβαιώνονταν από το ομοσπονδιακό «εθνικό πρόγραμμα αξιολόγησης της προόδου στην εκπαίδευση» (NAEP). Αποδείχθηκε πως οι μαθητές της Β' γυμνασίου δεν παρουσίασαν την παραμικρή πρόοδο στο ομοσπονδιακό τεστ ανάγνωσης, αν και πολλά πετύχαιναν στα ετήσια πολιτειακά τεστ ολόκληρη την περίοδο 2003-2007.
Εντωμεταξύ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους στόχους του NCLB, πολλές πολιτείες άρχισαν να υποβαθμίζουν τις πολιτειακές τους προδιαγραφές, για να μπορούν να ισχυρίζονται πως πετύχαιναν τους στόχους τους. Μερικές πολιτείες ανακοίνωσαν πως το 80%-90% των μαθητών τους «κατείχαν» την ύλη τους, αλλά στα ομοσπονδιακά τεστ φαινόταν πως αυτό συνέβαινε για το 1/3 το πολύ των μαθητών. Καθώς ο νόμος κατέγραφε τις επιδόσεις μόνο στη γλώσσα και τα μαθηματικά, πολλά σχολεία αφοσιώθηκαν αποκλειστικά στα μαθήματα αυτά. Εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν σε μεθόδους κατασκευής τεστ. Εντωμεταξύ δεν υπήρχε κανένα κίνητρο να διδάσκονται οι καλές τέχνες, οι θετικές επιστήμες, η ιστορία, η λογοτεχνία, η γεωγραφία, η πολιτική αγωγή, οι ξένες γλώσσες, η σωματική αγωγή.
Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα αμερικανικά σχολεία, που παρήγαγαν μαθητές που εξετάζονταν συστηματικά στα δύο βασικά μαθήματα, αλλά επιδείκνυαν βαθύτατη άγνοια για οτιδήποτε άλλο. Τα κολέγια συνέχιζαν να διαμαρτύρονται για το επίπεδο των νέων εισακτέων τους, που όχι μόνο αγνοούσαν βασικά στοιχεία του κόσμου που τους περιβάλλει, αλλά επιπλέον έδειχναν μεγάλες ελλείψεις σε απολύτως στοιχειώδεις γνώσεις.
Όχι, δεν ήταν αυτό το όραμά μου για μια καλή εκπαίδευση.
Όταν ξεκίνησαν τα «καταστατικά σχολεία», στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι οπαδοί τους μας διαβεβαίωναν πως ξεκινούσε μια νέα εποχή εκπαιδευτικής καινοτομίας και αποτελεσματικότητας. Σήμερα υπάρχουν 5,000 τέτοια σχολεία, που καλύπτουν το 3% του μαθητικού πληθυσμού και η κυβέρνηση Ομπάμα (Obama) προτίθεται να δημιουργήσει πολύ περισσότερα.
Αλλά οι υποσχέσεις τους δεν εκπληρώθηκαν. Οι περισσότερες έρευνες για τα «καταστατικά σχολεία» καταγράφουν μεγάλη ποικιλία στις επιδόσεις τους. Η μόνη έρευνα που έγινε σε εθνικό επίπεδο για το ζήτημα αυτό ήταν εκείνη της οικονομολόγου του Στάνφορντ Μάργκαρετ Ρέιμοντ (Margaret Raymond) που χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα που διάκεινται φιλικά προς τα «καταστατικά σχολεία». Η ερευνητική της ομάδα έδειξε πως όσον αφορά τις επιδόσεις τους, το 17% των καταστατικών σχολείων εμφάνιζαν υψηλότερες επιδόσεις από τα συνήθη κρατικά σχολεία, το 46% εμφάνιζαν παρόμοιες επιδόσεις, και το 37% των «καταστατικών» σχολείων εμφάνιζαν επιδόσεις σημαντικά χειρότερες από τα συνήθη κρατικά σχολεία!
Νταϊάν Ράβιτς
Πολύ συχνά οι αξιολογήσεις των «καταστατικών σχολείων» δείχνουν πως, σε σχέση με τα γειτονικά τους κρατικά σχολεία, στα «καταστατικά» σχολεία τείνουν να εγγράφονται πολύ λιγότεροι μαθητές με περιορισμένη χρήση των αγγλικών ή με ειδικές ανάγκες. Κοντολογίς, τα παιδιά που είναι πιο δύσκολο να εκπαιδευτούν αφήνονται στα συνήθη κρατικά σχολεία, πράγμα που ήδη καθιστά άνιση τη σύγκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών. Όσο για τα μεγαλύτερα ποσοστά αποφοίτησης που επιδεικνύουν τα καταστατικά σχολεία, αυτά συχνά οφείλονται στο ότι «συμβουλεύουν» όσα παιδιά εμφανίζουν χαμηλότερες επιδόσεις να τα εγκαταλείψουν. Πολλά «καταστατικά σχολεία» έχουν απίστευτα υψηλά ποσοστά εγκατάλειψής τους (σε μερικά από αυτά, έως και 50% ή 60% όσων εγγράφονται, τα παρατάνε κάποια στιγμή, πριν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους). Όσοι επιβιώνουν φυσικά έχουν καλύτερες επιδόσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αποτελούν ένα μοντέλο για την κρατική εκπαίδευση, που αποστολή της είναι να παρέχει εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά.
Το NAEP συνέκρινε τις επιδόσεις στα «καταστατικά σχολεία» και στα συνήθη κρατικά σχολεία το 2003, το 2005, το 2007 και το 2009. 'Αλλοτε υπερείχαν κατά τι τα μεν, άλλοτε τα δε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.
Με δεδομένη την τεράστια ποσότητα ερευνών, αξιολογήσεων και αποτελεσμάτων ομοσπονδιακών τεστ, κατέληξα στο συμπέρασμα πως η απορρύθμιση και η «ιδιωτική» διαχείριση των «καταστατικών σχολείων» δε συνιστά την απάντηση στα βαθιά προβλήματα της αμερικανικής εκπαίδευσης. Στην καλύτερη περίπτωση τα «καταστατικά σχολεία» προσφέρουν μικρές βελτιώσεις, στο περιθώριο του συστήματος. Αφορούν ελάχιστους μαθητές, και δε συμβάλουν καθόλου στη βελτίωση του κυρίως συστήματος, που υποδέχεται το 97% των Αμερικανών μαθητών.
Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. Η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται πως πιστεύει πως τα σχολεία θα βελτιωθούν αν απολύουμε εκπαιδευτικούς και κλείνουμε σχολεία. Δεν αναγνωρίζει το γεγονός πως τα σχολεία αυτά λειτουργούν συχνά ως αποκούμπι για τις κοινότητές τους, και είναι φορείς αξιών, παραδόσεων και ιδεωδών, συχνά για δεκαετίες. Εξακολουθεί επίσης να αγνοεί πως ο σημαντικότερος παράγοντας για τις χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις δεν είναι οι κακοί δάσκαλοι, αλλά η φτώχεια.
Αυτό που χρειαζόμαστε στην εκπαίδευση δεν είναι μια «αγορά», αλλά ένα συνεκτικό πρόγραμμα διδασκαλίας για όλα τα παιδιά. Η κυβέρνησή μας θα πρέπει να δεσμευθεί πως θα παράσχει ένα καλό σχολείο σε κάθε γειτονιά αυτής της χώρας, ακριβώς όπως δεσμεύεται να παρέχει μια καλή πυροσβεστική υπηρεσία σε κάθε περιοχή.
Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές όσον αφορά την πρόοδό τους και δημιουργεί ένα ιδιωτικό τομέα που προοπτικά θα υπονομεύσει τα κρατικά σχολεία, χωρίς να τα βελτιώνει.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως δεν παράγουμε μια γενιά μαθητών με περισσότερες γνώσεις και καλύτερα προετοιμασμένους για τις ευθύνες που θα κληθούν να αναλάβουν ως πολίτες.
Και αυτός είναι ο λόγος που άλλαξα γνώμη για την πορεία της τρέχουσας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Πηγή: Why I Changed My Mind About School Reform© Wall Street Journal
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: Προοδευτική Πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου